σωματίδιον

σωματίδιον
σωμᾰτ-ίδιον, τό, Dim. of σῶμα IV. 1,
A text of a document, PLips.11.14 (iii A.D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σωματίδιο — το / σωματίδιον, ΝΜΑ [σῶμα, σώματος] νεοελλ. 1. ανατ. μικρό σώμα 2. φρ. α) «στοιχειώδη σωματίδια» βλ. στοιχειώδης β) «υποατομικά σωματίδια» βλ. σωμάτιο αρχ. αποδεικτικό έγγραφο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”